- ειμαρμένον
- το см. είμαρμένη;
ουδείς δύναται να αποφύγει το ειμαρμένον — никто не может избежать того, что ему суждено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουδείς δύναται να αποφύγει το ειμαρμένον — никто не может избежать того, что ему суждено
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εἱμαρμένον — μείρομαι receive as one s portion perf part mp masc acc sg μείρομαι receive as one s portion perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek